υσσός

υσσός
ὁ, ΜΑ
ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειος, άγνωστης προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. έχει εισαχθεί στην Ελληνική από τη γλώσσα τής Καρίας, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τη Σημιτική (πρβλ. ακκαδικό ussu, εβρ. hēs, λ. με σημ. «βέλος»). Και οι δύο, ωστόσο, απόψεις παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑσσός — javelin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσοῖς — ὑσσός javelin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσοί — ὑσσός javelin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσοῦ — ὑσσός javelin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσούς — ὑσσός javelin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσῶν — ὑσσός javelin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσῷ — ὑσσός javelin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσσόν — ὑσσός javelin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”